ὀποειδής

ὀποειδής
ὀποειδής, ές,
A like

ὀπός 1.1

, milky, Hp.Epid.7.25 ; [full] ὀπώδης, full of

ὀπός 1.1

,

σῦκα Id.Vict.2.55

([comp] Sup.), cf. Arist.PA676a15 ; milky,Thphr. HP1.12.2 ; acid, Alex.Trall.2 ; δένδρα, of spice-bearing trees, Philostr. VA2.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οποειδής — ὀποειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.) 2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ὀποειδέα — ὀποειδής like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὀποειδής like masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”